ενδόμυχος

ενδόμυχος
η , ο [ος , ον ] 1. внутренний, сокровенный, тайный; заветный;

ενδόμυχη πεποίθηση — внутреннее убеждение;

ενδόμυχος πόθος — сокровенное желание;

ενδόμυχη σκέψη — заветная мысль;

2. πλ. :

τα ενδόμυχα — сокровенное; — заветное;

τα ενδόμυχα της ψυχής — сокровенные тайны души;

τα ενδόμυχα τού νού — сокровенные мысли


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ενδόμυχος" в других словарях:

  • ἐνδόμυχος — in the inmost part of a dwelling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδόμυχος — η, ο (AM ἐνδόμυχος, ον) αυτός που βρίσκεται στον μυχό, στο βάθος τής ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη ελπίδα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ενδόμυχος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ενδομυχιδών αρχ. 1. (για νόσο) ύπουλος… …   Dictionary of Greek

  • ενδόμυχος — η, ο επίρρ. α 1. ο μύχιος, ο κρυμμένος στα κατάβαθα, απόκρυφος, μυστικός. 2. (για συναισθήματα), ο ανεκδήλωτος, ανομολόγητος, μυστικός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ενδόμυχα το βάθος της συνείδησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνδόμυχον — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem acc sg ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχοιο — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχοις — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχοισι — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχοισιν — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχου — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχους — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδομύχων — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»